-
1 ἀγραφίου
A who had got their debts cancelled without paying, D.58.51, Arist.Ath.59.3, Lycurg.Fr.6, Poll. 8.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγραφίου
-
2 ἀδίκιον
ἀδίκ-ιον, τό,A = ἀδίκημα, Hdt.5.89, cf. IG7.235 (pl.) (Orop.); esp. - ίου γραφή suit for malversation, Arist.Ath.54.2, cf. Plu.Per.32; also, damage, PTaur.4.15 (iii B. C.), cf. PPar.14.44 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδίκιον
-
3 ὀψιγαμίου
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀψιγαμίου
-
4 ἀναυμαχίου
ἀναυμαχ-ίου, sc. γραφή,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναυμαχίου
См. также в других словарях:
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Υ, υ — Το εικοστό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό vβu (= καρφί, πάσσαλος), που παρίστανε ένα χειλικό τριβόμενο φθόγγο, παρόμοιο με τους αγγλικούς ν ή w. Το γράμμα αυτό χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για την παράσταση του φθόγγου υ… … Dictionary of Greek